*Κείμενο του 2020

Δεν ξέρω αν σου έχει συμβεί ποτέ, αλλά εγώ συχνά πυκνά σκέφτομαι όλους εκείνους τους ανθρώπους που δεν πρόλαβα, να πάω να τους πω πόσο πολύ με βοήθησαν στις δύσκολες και γκρινιάρικες στιγμές μου. Ένας από αυτούς ήταν, δίχως άλλο ο Βασίλης Ραφαηλίδης. Ένας από τους ελάχιστους πνευματικούς και φλεγματικούς τιτάνες της σκέψης και της διανόησης, που δεν θα ήθελες ποτέ να μπεις μαζί του, στο ρινγκ μιας αντιπαράθεσης.  

Στα 66 χρόνια που πρόλαβε να ζήσει, πριν φύγει μια μέρα σαν κι αυτή το 2000, άφησε πίσω του μια μνημειώδη κληρονομιά. Στο θεωρητικό και κριτικό επίπεδο του κινηματογράφου, ο ρόλος του ήταν πιο κομβικός κι από του Μαραντόνα στη Νάπολι και την Εθνική Αργεντινής. Υπήρξε ένας σπουδαίος γραφιάς, που σύστησε στο σινεφίλ κοινό και στους μελετητές του κινηματογράφου, ρεύματα, ιδέες, σκηνοθέτες κι ηθοποιούς διαμορφώνοντας τη φιλμική κριτική, με την πένα του. Αν θες να μάθεις, λίγα παραπάνω πράγματα για τον κινηματογράφο, αφήνοντας στην άκρη τις μπλοκμπάστερ ανησυχίες σου, τότε επιβάλλεται δίχως άλλο να εντρυφήσεις, σε κάποιο από τα αναρίθμητα βιβλία του. Ωστόσο, ένα μυαλό κι ένα πνεύμα με το διακύβευμα του Ραφαηλίδη δεν μπορούσε να μείνει περιορισμένο στα βαθιά νερά του Κινηματογράφου.  

Για αυτό πήρε το συγγραφικό του έργο κι έπλευσε προς ιστορικά νερά επίσης, βάζοντας κάτω από το ερευνητικό του μικροσκόπιο, την ιστορία λαών, όπως οι Βαλκάνιοι, οι Εβραίοι, οι Άραβες, οι Λαοί της Μέσης Ανατολής, οι Αρχαίοι Έλληνες. Προφανώς δεν μπορούσε να μην αντιπαρατεθεί όταν το απαιτούσαν κι οι συνθήκες με μια άλλη αγαπημένη κατηγορία του, τους Νεοέλληνες.  

Άλλωστε, σαν μαρξιστής και κομμουνιστής ανέλαβε να αναλύσει και να παρουσιάσει τη θεωρία των πιστεύω του με ένα τρόπο, που απέφυγε τους δυσνόητους και αυτοαναφορικούς σκοπέλους, άλλων θεωρητικών της εποχής. Βλέπεις, ο Ραφαηλίδης μιλούμε μια γλώσσα που μπορούσε να μεταφέρει το μήνυμα των λεγομένων του, ακόμη και στο πλέον αφερέγγυο αυτί, μιας και δεν ήταν εξυπνακίστικη, ούτε έβριθε βερμπαλισμών και ακατανόητων επιθέτων, Εξηγούσε με απλό κι απέριττο τρόπο, όσα χωρούσε το αιρετικό κεφάλι του και δεν χαριζόταν σε κανέναν συνομιλητή του πετσοκόβοντας τον.  

Δεν γίνεται να μη βρεις τουλάχιστον απολαυστικό, τον τρόπο με τον οποίο απογυμνώνει και εξευτελίζει τα επιχειρήματα του βασιλοχουντικού προγόνου του Καρατζαφέρη και της Χρυσής Αυγής, Κωνσταντίνου Πλεύρη για θέματα ελληνισμού. Την περίοδο που η ελληνική εκκλησία, μετά παπάδων, αρχιμανδριτών και λοιπόν οσφυοκαμπτών πολιτικών είχε πάρει φαλάγγι, πλατείες και πάρκα για το θέμα των ταυτοτήτων, ο Ραφαηλίδης, τα έλεγε τσεκουράτα και δίχως αναισθητικό, χωρίς να προσβάλλει, βάζοντας τροφή για σκέψη στο πιάτο των πεινασμένων συνομιλητών του. Κάπου εκεί η μπάλα πήρε και τη Βίκυ Μοσχολιού, μιας και ο Ραφαηλίδης είχε ένα φετίχ με τους διάσημους της εποχής.  

Δεν είναι δυνατόν άλλωστε να μην έχεις πέσει μούρη με μούρη με το λαοθρύλητο πια βίντεο που στήνει στον τοίχο τον Απόστολο Δοξιάδη και τον Διονύση Σαββόπουλο χτυπώντας τους λεκτικά δίχως έλεος. Οι δυο τους, ένωσαν τις φωνές τους με τον συντηρητικό κόσμο της εποχής, που έβαλε στο στόχαστρο τη Φρίντα Λιάππα με αφορμή μια αμιφλεγόμενη ερωτική σκηνή από την ταινία της, “Τα χρόνια της μεγάλης Ζέστης”. 

Ο Ραφαηλίδης ενσάρκωνε αυτή την περιβόητη και δύσκολη ως προς τον ορισμό της αριστερά, που δεν κρυβόταν στα βιβλία της και δεν αυτοπεριοριζόταν στα στέκια της και τους κινηματικούς κύκλους. Έβγαινε μπροστά κι έπαιζε κι εκτός έδρας όταν χρειαζόταν. Όπως στο τηλεοπτικό πλατό της εκπομπής Ζούγκλα του Μάκη Τριανταφυλλόπουλου, με θέμα συζήτησης τους εορτασμούς της 28ης Οκτωβρίου. Ή όταν έβγαινε με την αγαπημένη του Μαλβίνα και μιλάγε για τον Θεόδωρο Αγγελόπουλο στην prime time ζώνη της τηλεόρασης

Μισούσε τις υπεκφυγές κι από το κριτικό του στόχαστρο δεν ξέφευγε κανείς, ανεξαρτήτως του σεβασμού που μπορεί να έχαιρε από μερίδα της κοινωνίας. Για αυτό κατακεραύνωνε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δίχως να χάσει στιγμή το credit που του έδιναν μέχρι και οι ιδεολόγοι της λαΪκής δεξιάς. Όπως και να έχει, όλοι γνώριζαν πως όπου συναντιόταν το όνομα Βασίλης Ραφαηλίδης, θα έβρισκες αυτό το σαρδόνιο και φλεγματικό χιούμορ, και έναν εμπεριστατωμένο λόγο, που δεν αράδιαζε κούφια κλισέ, αλλά βαθιά γνώση και επιχειρήματα.  

Ένας μποέμ υπέροχος τύπος, που δεν δίστασε να πει τη γνώμη του μεγαλόφωνα, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς ανθρώπους να μάθουν δυο αράδες παραπάνω για τον κινηματογράφο, την ιστορία, αλλά και όλες τις πολιτικές και κοινωνικές εκφάνσεις του νεότερου ελληνισμού!