O Σον Κόνερι ήταν πολλά περισσότερα από τον Τζέιμς Μπόντ, με μια καριέρα που περιελάβανε συνεργασίες με τους θεούς του σινεμά (Χίτσκοκ, Λιουμιέ, Ντε Πάλμα), οσκαρικούς ρόλους (The Untouchables) και καθοριστικές παρουσίες σε franchises που σημάδεψαν εποχές (Indiana Jones). Ωστόσο, τίποτα από αυτά δεν θα είχε συμβεί αν δεν είχε υπάρξει ο Μποντ, ένας ρόλος που ήρθε κατά τύχη μετά την άρνηση του κολλητού του Φλέμινγκ, του Κρίστοφερ Λι, ο οποίος τελικά προτίμησε, την ίδια εποχή  με τα γυρίσματα της πρώτης ταινίας Μποντ (Dr. No), να φορέσει τα μουστάκια τον Φου Μαντσού.

Και σήμερα, 58 χρόνια μετά από εκείνον το ρόλο, αντιλαμβάνεσαι ότι μόνο σε εκείνη την ιστορική συγκυρία θα μπορούσε να υπάρξει, να εδραιωθεί και να μετατραπεί σε κότα που γεννά τα χρυσά αβγά ένας χαρακτήρας σαν τον Μποντ, γέννημα ενός συντηρητικού συγγραφέα που πίστευε στην ιδέα και τη δόξα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Αντίστοιχα, μόνο σε εκείνη τη συγκυρία ένας ηθοποιός που ενσάρκωσε στο σινεμά τόσο γοητευτικά και σαρωτικά την αρχετυπική αρρενωπότητα και μπορούσε να πατρονάρει κάθε γυναίκα που βρισκόταν στο διάβα του, θα κέρδιζε ανάλογη φήμη και στάτους με τον τρόπο που το κατόρθωσε ο Κόνερι.

Ο κατάλληλος άνθρωπος την κατάλληλη στιγμή για να δώσει σάρκα και οστά σε αυτές τις larger than life αφηγήσεις. Αυτός ο τύπος, το χαμίνι από το Εδιμβούργο, που ξεκίνησε κάνοντας ένα κάρο χαμαλοδουλειές, αλλά ταυτόχρονα ρουφούσε μανιωδώς ό,τι είχαν γράψει οι κλασικοί, κατέκτησε το σινεμά, τις καρδιές των γυναικών και πέθανε πλήρης ημερών σε μια έπαυλη στις Μπαχάμες.

Και μπορεί πλέον οι νέες ταυτότητες φύλου όχι μόνο να μην αφήνουν -και καλώς- χώρο για νέους Μποντ, αλλά και εντελώς επιπόλαια, ανιστόρητα και αυτάρεσκα να απαιτούν την οριστική διαγραφή και την πλήρη αναθεώρηση τέτοιων χαρακτήρων από την κληρονομία της ποπ κουτλούρας (ένας νέος μαύρος ή θηλυκός Μποντ μόνο ως κόλπα μάρκετινγκ μπορούν να θεωρηθούν), όμως σήμερα ας κάνουμε μια παύση. Διότι όσο και αν με τα μέτρα του τώρα ο Μποντ ήταν ένας παλιομοδίτικος ανδρικός χαρακτήρας, αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μόλις έβλεπες την καθηλωτική φιγούρα του Κόνερι ντυμένη με το κοστούμι του Μποντ δεν μπορούσες να πάρεις το βλέμμα σου από πάνω της.

Πριν πολλά χρόνιά και ενώ βλέπαμε μια ταινία του Μποντ στην τηλεόραση, ο πατέρας μου μού είχε πει πως όταν ήταν μικρός ήθελε να γίνει σαν τον Βρετανό κατάσκοπο. Οι λόγοι πίσω από την επιλογή του ήταν προβλέψιμοι: δεν πέθαινε ποτέ, οδηγούσε τα πιο γρήγορα αυτοκίνητα, γοήτευε τις πιο όμορφες γυναίκες. Σίγουρα δεν ήταν ο μόνος που ήθελε να γίνει Μποντ. Σήμερα οι αναγνώσεις μας γύρω από την επιτέλεση του φύλου είναι περισσότερο ρευστές, αλλά ο Κόνερι ήταν ακριβώς αυτό που είχε πει ο Νιούμαν για τον Σκωτσέζο ηθοποιό: «οι άνδρες ήθελαν να γίνουν σαν αυτόν και οι γυναίκες ήθελαν να είναι με αυτόν». Και αυτό δεν διαγράφεται, παρά μόνο εμπλουτίζεται με ό,τι ο Νιούμαν δεν μπορούσε να πει ή να διανοηθεί σε εκείνα τα χρόνια: πολλοί άνδρες θα ήθελαν να είχαν κοιμηθεί με τον Κόνερι και πολλές γυναίκες θα ήθελαν να είναι οι μυστικοί πράκτορες του βρετανικού Στέμματος.

Το σημερινό timeline γέμισε από όμορφα κοστούμια, κλασικά αυτοκίνητα, πανάκριβα ρολόγια και όλα όσα διαχρονικά έρχονταν να πλαισιώσουν τη μορφή του Κόνερι ως Μποντ. Λειτουργούν ταυτόχρονα σαν υπενθυμίσεις για τα σύμβολα της ανδρικής ταυτότητας στο παρελθόν, αλλά και σαν ορόσημα υψηλής αισθητικής την οποία μόνο οι λευκοί straight άνδρες είχαν το προνόμιο να κατακτήσουν.

Όσοι αγαπάμε το σινεμά μπορούμε να σταθούμε ανάμεσα στην κλισέ νοσταλγία και τον ρηχό αναθεωρητισμό και σήμερα να χαρούμε επειδή απολαύσαμε για τόσες δεκαετίες ένα όμορφο άνδρα, έναν ακαταμάχητα γοητευτικό κατάσκοπο, ο οποίος μάς έμαθε τι πάει να πει να είσαι σπουδαίος ηθοποιός. Και για φαντάσου, ίσως να μην τα είχαμε γνωρίσει ποτέ όλα αυτά, αν ο Κόνερι δεν ζούσε σε μια εποχή που αποδεχόταν τελειώς διαφορετικά την αρρενωπότητα σε σύγκριση με σήμερα.