Ίσως καλό θα ήταν για αρχή, να λέγαμε ότι η τελευταία φορά που οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις είχαν τόση έντονη συμβολική παρουσία στο χώρο του ελληνικού κοινοβουλίου, η Βουλή είχε πάψει τις εργασίες της για μία 7ετία· με απόφαση των ενόπλων δυνάμεων.

Η πρωτοβουλία της Βουλής των Ελλήνων να τιμήσει τη χθεσινή ημέρα ενόπλων δυνάμεων, η οποία καθόλου τυχαία στο πλαίσιο της εθνικής μας αφήγησης συμπίπτει με μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή, με την προβολή στην πρόσοψη του κοινοβουλίου γεγονότων της ελληνικής ιστορίας δεν προέρχεται από εποχές περασμένες, αλλά αντίθετα συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο το παρόν μας: πίστη σε εθνικούς μύθους, θρησκευτικός φονταμεταλισμός (αντί για θρησκευτικό αίσθημα) και μια εντελώς διαστρεβλωμένη αντίληψη περί πατριωτισμού. Δεν χρειάζεται να προστεθεί το κιτς σε όλα τα παραπάνω -είναι εξ ορισμού. Ωστόσο, η αισθητική διάσταση, μπορεί να μην είναι αμελητέα, αλλά είναι ακριβώς το ζητούμενο για την όλη κουβέντα. Ναι, έχει αξία πώς λες κάτι -και όχι μόνο τι λες. Παρόλα αυτά, η εικαστική αυτή, σύνθεση θα μπορούσε να ήταν ένα αριστούργημα και δεν θα αναιρούσε τίποτα από τα παραπάνω.

Όπως δεν αναιρείται το γεγονός ότι πρόκειται για μία πολιτική επιλογή και ως τέτοια πρέπει να κριθεί. Το κτήριο της Βουλής είναι ένα κρατικό σύμβολο ήδη φορτισμένο με συγκεκριμένες ερμηνείες, αλλά και πολλές άλλες που μεταβάλλονται ανάλογα με την ιστορικό χρόνο, τα γεγονότα που τις ενεργοποιούν και την ταυτότητα εκείνων που τις κατασκευάζουν.

Σε αυτά τα 4 λεπτά παρακολουθήσαμε μια αναπαραγωγή όλων των μύθων της εθνικής μας ιστοριογραφίας. Η αδιατάρακτη συνέχεια του έθνους, η δήθεν αρμονική συμβίωση της κλασσικής και ελληνιστικής αρχαιότητας με τον χριστιανισμό έγιναν κομμάτια ενός αντιεπιστημονικού ιστορικοφανούς πολτού με μέτρια γραφικά, τρομακτικές και ασυγχώρητες αφαιρέσεις όπου όλα ανακατεύονται γλυκά για να ικανοποιηθούν τα πιο συντηρητικά στρώματα της κοινωνίας, τα οποία δεν θέλουν να ταραχθούν με τις αντιφάσεις, τις ασυνέχειες, τομές της ιστορικής εξέλιξης και δεν διαννοούνται ότι ο ελληνοχριστιανισμός είναι μια ιδεολογική κατασκευή, προορισμένη, μεταξύ άλλων, να συνδέει άρρηκτα τη θρησεκυτικη με την κρατική εξουσία. Στη δίνη αυτού του πολτού, με ποια άραγε επιστημονικά εργαλεία ο οπλίτης του Μαραθώνα συνδέεται με τον ελληνικό στρατό; Τα κρουασάν του Στεργίου πάντως δεν είναι η απάντηση.

Ο δημόσιος χώρος (βλ. το κτήριο της Βουλής) είναι ένα πεδίο όπου συγκρούονται ανταγωνιστικοί λόγοι

Αντίστοιχα μη ικανοποιητική απάντηση σε όλο αυτό είναι και η αφ’ υψηλού ή/και ίσων αποστάσεων κριτική, διότι από όποια αφετηρία και αν εκκινεί έχει την ίδια κατάληξη: την αδυναμία να αντιληφθεί την πραγματικότητα. Η ρητή ή όχι επίκληση μιας δήθεν διανοητικής ανωτερότητας είναι εξίσου ανεπαρκής με τη θεώρηση του κτηρίου της Βουλής ως μουσειακού εκθέματος αποκομμένου από ιδεολογικές νοηματοδοτήσεις. Και μπορεί ήδη ο κώδικας των κοινωνικών δικτύων να έχει ήδη αποδομήσει μέσω εκατοντάδων meme τους συμβολισμούς του βίντεο και ενδεχομένως να έχει δημιουργήσει έναν αντίλογο συνεκτικό, ωστόσο το ζήτημα ξεφεύγει από τις συνήθειες σοσιαλμιντιακές αντιπαραθέσεις και υστερίες. 

Ο δημόσιος χώρος είναι ένα πεδίο όπου συγκρούονται ανταγωνιστικοί λόγοι, κάθε ένας από τους οποίους έχει διαφορετική συμβολική ισχύ και κατασκευάζει με συγκεκριμένο τρόπο την πραγματικότητα. Οι ανταγωνισμός αυτός δεν είναι αποτελεί μια διαδικασία που συμβαίνει κατ’ οίκον, δεν απασχολεί μεμονωμένα άτομα. Το κράτος είναι αυτό που διαμορφώνει το πεδίο του ανταγωνισμού, που υιοθετεί ορισμένους λόγους, αποσιωπά άλλους κοκ.

Ας σκεφτούμε πώς κατασκευάζουν την πραγματικότητα αυτοί λόγοι, που διαμορφώνουν την δυναμική των σχέσεων ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες, ποιες ταυτότητες περικλείουν και ποιες αποκλείουν. Ας σκεφτούμε την εικόνα της Παναγίας ως προστάτρια των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων να καλύπτει την πρόσοψη του Κοινοβουλίου. Ας σκεφτούμε αν είναι μέρος ενός λόγου που κοιτά με ειλικρίνεια το παρελθόν, που δεν φοβάται να διατυπώσει κριτική, που δημιουργεί το πεδίο για ένα μέλλον δίχως πλάνες και διαχωρισμούς.

Δεν είναι.