Οι ΗΠΑ ζούν σκοτεινές και περίεργες μέρες. Ο Έλον Μασκ, ο μη εκλεγμένος πολύ-δισεκατομμυριούχος γνωστός για την αγάπη του στην κεταμίνη, και η ομάδα του λεηλατούν την Ουάσιγκτον, απειλώντας να κλείσουν ολόκληρες ομοσπονδιακές υπηρεσίες και να περικόψουν δισεκατομμύρια νόμιμες δαπάνες, ενώ έχουν πρόσβαση σε ιδιωτικές πληροφορίες εκατομμυρίων πολιτών και βάζουν χέρι σε τρισεκατομμύρια δολάρια πληρωμών του Δημοσίου. Το Κογκρέσο με την πλειοψηφία των Ρεπουμπλικανών δεν έχει δείξει κανένα ενδιαφέρον να ενδιαφερθεί για την αμφισβήτηση των εξουσιών του ή για το Κράτος Δικαίου.

Το FBI που αντιστέκεται…
Αντίθετα, και παραδόξως, την ισχυρότερη αντίσταση μέχρι στιγμής προβάλλει το FBI. Την περασμένη εβδομάδα, ο Μπράιαν Ντρίσκολ, ο «τυχαία» εν ενεργεία διευθυντής της υπηρεσίας, γνωστός ως «Drizz» μεταξύ φίλων, αρνήθηκε έντονα να δώσει στους ανώτερους αξιωματούχους του υπουργείου Δικαιοσύνης τα ονόματα των υπαλλήλων που είχαν εργαστεί στις έρευνες της 6ης Ιανουαρίου (σσ. για την εισβολή των φανατικών οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο).
Σύμφωνα με τους New York Times, ο Τζέιμς Ντένεχι, ο κορυφαίος πράκτορας στο αρχηγείο της Νέας Υόρκης, έστειλε ένα προκλητικό email στο προσωπικό του προειδοποιώντας ότι το FBI ήταν «στη μέση μιας εσωτερικής διαμάχης». Ο Ντένεχι συμβούλεψε τους υπαλλήλους του να παραμείνουν ψύχραιμοι και τους διαβεβαίωσε ότι δεν θα παραιτηθεί. «Είναι η ώρα για να πεισμώσω», έγραψε.
Την Τετάρτη, οι Times ανέφεραν ότι ο Εμίλ Μπόουβ, ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας, απάντησε κατηγορώντας τον Ντρίσκολ και τον αναπληρωτή του, Ρόμπερτ Κισέιν, για «ανυποταξία» και ισχυριζόμενος ότι η άρνησή τους να προσδιορίσουν τη «βασική ομάδα» που άσκησε διώξεις εναντίον των ταραχοποιών απαιτούσε την προσπάθεια όλου του γραφείου για να διαπιστωθεί ποιος είχε εμπλακεί στην υπόθεση.
«Ο Μπράιαν είναι ένας αληθινός ηγέτης με αρχές – στοχαστικός, καλά διαβασμένος, ταπεινός, σκεπτόμενος, και κάνει τα σωστά πράγματα για τους σωστούς λόγους. Το ίδιο και ο Ρομπ», λέει ο Κρις Ο΄ Λίρι, ο οποίος γνωρίζει καλά τους Ντρίσκολ, Κισέιν και Ντένεχι, λόγω της 21 χρόνων καριέρας του στο FBI, στην αντιτρομοκρατική, που τελείωσε όταν συνταξιοδοτήθηκε το περασμένο φθινόπωρο. «Ο J.D. (σσ. ο Ντρίσκολ) έμαθε την ηγεσία ως αξιωματικός των Πεζοναυτών και συμπεριφέρθηκε με αυτόν τον τρόπο σε όλη τη σταδιοδρομία του. Είναι ο ηγέτης στο μέτωπο, κάτι που το FBI χρειάζεται απελπισμένα αυτή τη στιγμή».
Τώρα όλοι ακολουθούν το παράδειγμα που έθεσαν οι Ντρίσκολ και Ντένεχι. Αυτή την εβδομάδα, αφού έλαβαν οδηγίες να συμπληρώσουν μια έρευνα που περιγράφει τους ρόλους τους στις υποθέσεις των εγγράφων στο σπίτι του Τραμπ στο Μαρ-Α-Λάγκο και της 6ης Ιανουαρίου, δύο ομάδες πρακτόρων και προσωπικού του FBI κατέθεσαν μηνύσεις κατά του Υπουργείου Δικαιοσύνης.
«Όταν συγκεντρώνεις πληροφορίες σχετικά με το τι έκαναν οι άνθρωποι του FBI, δημιουργείς ένα σύστημα που είναι εύκολο είτε να χακαριστεί είτε να το διαμοιραστεί, με ρητό σκοπό να εντοπίσεις άτομα για τιμωρία και αντίποινα», μου λέει η Πάμελα Κιθ, μία από τις δικηγόρους που εκπροσωπούν τους υπαλλήλους του FBI σε ομαδική αγωγή. «Δεν μπορείς να αγνοήσεις τις δηλώσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά την προεκλογική εκστρατεία, ο οποίος είπε ότι επρόκειτο να υπάρξουν “αντίποινα” και “εκδίκηση”».

Ο Τραμπ ήταν έξαλλος με το FBI από την προεκλογική εκστρατεία του 2016 — παραδόξως, δεδομένου ότι ο τότε διευθυντής της Υπηρεσίας, Τζέιμς Κόμεϊ, τον βοήθησε άθελά του να νικήσει τη Χίλαρι Κλίντον. Οι επακόλουθες έρευνες για την ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές επέτειναν την οργή του Τραμπ, όπως και οι υποθέσεις με την κατάληψη του Καπιτωλίου και των απόρρητων εγγράφων στην κατοικία του… Αυτές οι υποθέσεις τροφοδότησαν τους πρόσφατους «όρκους» του για εκδίκηση.
Λίγο μετά την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο, ο Τραμπ θέσπισε ένα μέτρο «αποπληρωμής»: Απέλυσε μια ομάδα εισαγγελέων καριέρας που είχαν εργαστεί στην υπόθεση των διαβαθμισμένων εγγράφων του ειδικού εισαγγελέα Τζακ Σμιθ.
Τώρα ο αναπληρωτής γενικός εισαγγελέας του Τραμπ, Μπόουβ, θα μπορούσε να βάλει τα θεμέλια για να «επεκτείνει» τα αντίποινα πολύ ευρύτερα, επιχειρώντας να συντάξει έναν φάκελο με αυτό που εκτιμάται στη μήνυση, ότι περίπου 6.000 άτομα του προσωπικού του FBI είχαν κάποια ανάμειξη σε υποθέσεις που σχετίζονται με τον Τραμπ.
Είναι άγνωστο εάν ο Μπόουβ έβαλε το όνομά του στη λίστα, αλλά ο Ο’ Λίρι λέει ότι ο Μπόουβ, δουλεύοντας προηγουμένως ως βοηθός εισαγγελέα των Ηνωμένων Πολιτειών στη νότια περιφέρεια της Νέας Υόρκης, βοήθησε στο σχεδιασμό της νομικής διαδικασίας για την καταδίωξη ατόμων που φέρεται να εισέβαλαν στο Καπιτώλιο στις 6 Ιανουαρίου. (Το Vanity Fair απευθύνθηκε στο Γραφείο Δημοσίων Υποθέσεων του DOJ για σχόλια).
Οι εκκαθαρίσεις σε FBI και CIA φέρνουν ανασφάλεια
Μια μαζική έξοδος από το FBI ή τη CIA – είτε μέσω απολύσεων είτε μέσω «εξαναγκασμού» – θα αποτελεί μια καταστροφική προοπτική για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ. Όχι μόνο λόγω των εγκλημάτων που δεν θα διερευνώνται, αλλά προσφέροντας σε αντιπάλους των Αμερικανών όπως η Κίνα και η Ρωσία χιλιάδες δυνητικά στρατολογημένους πληροφοριοδότες.
Έτσι, ενώ οι αγωγές υποκινήθηκαν κατά πολύ λόγω αυτοπροστασίας, τα στελέχη του FBI υπερασπίζονται επίσης ένα ανιδιοτελές, πατριωτικό καθήκον – αυτό που γοήτευσε πολλούς από αυτούς για να κάνουν αρχικά αυτή τη δουλειά. «Είναι ένας ισχυρός οργανισμός που δύσκολα μπορεί να παραπλανηθεί», λέει ο Ντάνειλ Ρίτσμαν, καθηγητής Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια και πρώην ομοσπονδιακός εισαγγελέας που έχει βαθείς δεσμούς με το γραφείο.
«Ένας λόγος για τον οποίο κάποιοι γίνονται πράκτορες και εισαγγελείς είναι επειδή μισούν τους νταήδες. Και όταν τους παρουσιάζεται μια προσπάθεια εκφοβισμού, δεν νομίζω ότι θα τρέξουν μακριά».
Η ειρωνεία της εκκολαπτόμενης εξέγερσης είναι ότι οι πράκτορες του FBI, γενικά, είναι περισσότερο συντηρητικοί παρά φιλελεύθεροι. Ο διάχυτος φόβος και η αβεβαιότητα μέσα στην Υπηρεσία αυτή τη στιγμή, οδηγεί σε πολλές ανησυχίες, οι οποίες δεν είναι ιδεολογικές.
Οι σχετικές ανησυχίες για τις δημόσιες υπηρεσίες αποτελούν μέρος των αμφιβολιών: Μια ομάδα πρακτόρων πρόκειται να πιάσει το συνταξιοδοτικό όριο των 20 ετών αυτήν την Πέμπτη, και ορισμένοι αναρωτιούνται αν θα απολυθούν πριν από αυτό.
«Το τελευταίο πράγμα που θα ήθελαν οι εργαζόμενοι στη μήνυσή τους ήταν να θεωρηθούν ως μέλη κάποιας πολιτικής πλευράς. Η μήνυση αφορά απλώς τη δουλειά τους», λέει ο Μάικλ Κόρταν, πρώην διευθυντής επικοινωνίας του FBI για πολλά χρόνια. «Απλώς προσπαθούν να κάνουν το σωστό, απλώς προσπαθούν να σταματήσουν αυτή την τρέλα».
Ωστόσο, ακόμα κι αν οι θέσεις που υιοθετούν οι Ντρίσκολ, Ντένεχι και οι μηνύσεις βασίζονται σε μη πολιτικές αρχές, οι ενέργειές τους δεν μπορούν να αποφύγουν την πολιτική δήλωση, δεδομένης της ταραχώδους στιγμής.
«Πρέπει να αναρωτηθούμε: Τι δίνουμε προτεραιότητα ως χώρα;» αναρωτιέται ο Ο’ Λίρι. «Δεν πρόκειται για ηθικό δίλημμα. Είναι αρκετά αυτονόητο ποια πλευρά θα πρέπει να υποστηρίξουμε».
Όπως δημοσιεύθηκε στο VF.