Ζεστό απόγευμα Σεπτεμβρίου και κατευθύνομαι στο Επί Κολωνώ. Σπρώχνω την μαύρη καγκελόπορτα, διασχίζω την όμορφη αυλή που μυρίζει γιασεμί και μπαίνω αθόρυβα στην αίθουσα του θεάτρου, εκεί που η ομάδα του «Scarmface» κάνει τις τελευταίες της πρόβες, μια και την επόμενη εβδομάδα η παράσταση του Johnny O επιστρέφει για δεύτερη χρονιά στο σανίδι. Πρόκειται για μια δουλειά εμπνευσμένη από τη χρυσή εποχή του βωβού κινηματογράφου και την πρωτότυπη ταινία «Ο Σημαδεμένος» του 1932. Εξαιρετικά ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως η παράσταση «Scarmface» είναι παντομιμική.

Μεταφερόμαστε στη Νέα Υόρκη του 1932, στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης, μια εποχή που το οργανωμένο έγκλημα και η δράση της Μαφίας ήταν παγκοσμίως ξακουστή και οι γκάνγκστερ έίχαν γίνει λαϊκοί ήρωες. Ο Toni Cazzo, τον ρόλο του οποίου ερμηνεύει ο Johnny O, είναι ένας νεαρός Σικελός, που με τις ευλογίες της μητέρας μπλέκεται στα πλοκάμια της Μαφίας, με μοναδικό σκοπό του να γίνει αρχηγός της. «Ο ρόλος του Toni είναι ίσως ο πιο αγαπημένος μου απ’ όλους έχω ενσαρκώσει μέχρι σήμερα» μου περιγράφει ο Johnny O και συνεχίζει λέγοντας πως «είναι φιλόδοξος, εκρηκτικός, οξύθυμος, συχνά ένα θηρίο ανήμερο. Είναι όμως και πιστός, ερωτιάρης, ρομαντικός. Ενα αλάνι της εποχής, ακριβώς το αντίθετο απ’ ότι είμαι εγώ, για αυτό και αποτελει πρόκληση για μένα».

Όσο περνάει η ώρα της πρόβας, αρχίζω να εξοικειώνομαι με τις βουβές ερμηνείες. Ο Johnny O μου εξηγεί πως το κοινό στην Ελλάδα μπορεί να μην είναι συνηθισμένο σε αυτό το είδους θεάτρου, ωστόσο η συγκεκριμένη παράσταση αποτελεί μια βατή προσέγγιση αυτού του είδους, που βάζει εύκολα τον θεατή στο κλίμα. «Το συγκλονιστικό για όλους εμάς που δουλέψαμε σ’ αυτην την παράσταση, είναι ότι ενώ πρόκειται για έργο χωρίς λόγο, οι θεατές στο τέλος έχουν την αίσθηση πως υπήρχε λόγος. Παρά το γεγονός ότι η σκηνοθετική και αισθητική οπτική μου έχει τη βάση της σ’ έναν υποκριτικό κώδικα 100 χρόνων, αυτο το θέαμα γίνεται σύγχρονο και αποκτά φίλους και θαυμαστές».

Τον ρωτάω να μου πει παραπάνω λεπτομέρειες σχετικά με την σκηνοθετική του προσέγγιση και εκείνος μου απαντά πως η συγκεκριμένη παράσταση ήταν αποτέλεσμα των επιρροών που είχε από τον βωβό κινηματογράφο που αγαπάει πολύ. «Διασκευάζω τα έργα μου με οδηγό τη σωματική έκφραση των ηθοποιών. Όλες οι σκηνές είναι σχεδόν χορογραφημένες απο την χορογράφο μας Ιωάννα Καμπυλαυκά. Η εικαστική παρέμβαση του σκηνογράφου-ζωγράφου Αντώνη Νομικού δίνει την ατμόσφαιρα και την ασπρόμαυρη αισθητική του βωβού κινηματογράφου. Πρόκειται για μια παράσταση που μεταφέρει το κοινό ουσιαστικά μέσα στον κινηματογραφο. Αυτό το είδος θεάτρου σπάει την απόσταση ανάμεσα στον θεατή και τον ηθοποιό ενώ ταυτόχρονα παραμένει αποστασιοποιημένο. Το έργο μου βασίζεται στην κοινή θεατρική γλώσσα όλου του κόσμου, το σώμα και την έκφραση των ηθοποιών».

Και ποια είναι η αγαπημένη του σκηνή; Όταν αναλαμβάνει τα ηνία της Μαφίας, μου λέει, καθώς και το ονειρικό φλερτ με την Betty, την οποία ενσαρκώνει η Μαρία Μπαλούτσου. Και πράγματι, όση ώρα τους παρακολουθώ στην σκηνή, η χημεία τους εκπέμπει τον ερωτισμό που θες να δεις από έναν γκάνγκστερ εκείνης της εποχής με την κοπέλα του. «Η Betty είναι μια γυναίκα που προσπαθεί, όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να ανελιχθεί, σε μια κοινωνία σε παρακμή, μια κοινωνία ανέχειας και φτώχειας, μια κοινωνία χωρίς δικαιοσύνη, χωρίς θεσμούς. Και φυσικά μια κοινωνία, στην οποία η θέση της γυναίκας δεν είναι σε καμία περίπτωση προνομιούχα» μου λέει σχετικά με την ηρωίδα της η Μαρία Μπαλούτσου. «Οι επιλογές της είναι δύο: είτε να ακολουθήσει το δρόμο της ηθική και να ζει με ψίχουλα δουλεύοντας από το πρωί μέχρι το βράδυ, είτε να χρησιμοποιήσει τα νιάτα της και την ομορφιά της  – κοινώς να πουλήσει τον εαυτό της – και να ζει πλούσια, με εξουσία και σιγουριά. Η Betty διαλέγει το δεύτερο, χωρίς σκέψη και χωρίς ενοχές. Έχει όμως πλήρη επίγνωση και ξέρει ποιο τίμημα πρέπει να πληρώσει.  Είναι έξυπνη, αλλά δίνει στους άλλους την εντύπωση της ρηχής και χαζής γκόμενας. Έτσι κερδίζει την εμπιστοσύνη τους, και μπορεί να δρα ανενόχλητη προς όφελος της, χωρίς να την παίρνουν χαμπάρι. Κλονίζεται όταν ο Tony της δίνει την ειλικρινή αγάπη του, ανοίγεται μπροστά της μια ζωή διαφορετική και ονειρική, αλλά είναι αρκετά προσγειωμένη στην πραγματικότητα, ώστε να μην παρασυρθεί και να διατηρήσει τη θέση της σταθερή».

Ωστόσο, η Μαρία αναφέρει πως ο ρόλος της Betty ήταν ένας ρόλος που δυσκολεύτηκε να προσεγγίσει, γιατί ήταν εντελώς διαφορετικός από εκείνη. «Πραγματικά με την Betty δεν συγκλίνουμε πουθενά, ούτε στον τρόπο που βλέπουμε τη ζωή, ούτε στον τρόπο που βλέπουμε τον εαυτό μας, ούτε καν στον τρόπο που κινούμαστε μέσα σε ένα χώρο». Έτσι, αυτό που έκανε είναι να γράφει και να ξαναγράφει την ιστορία της, ώστε να μπορέσει να την κατανοήσει καλύτερα και να την συμπαθήσει. «Το πιο δύσκολο πράγμα (για εμένα τουλάχιστον) σε ένα τέτοιο είδος θεάτρου που απουσιάζει ο λόγος και το παίξιμο είναι λίγο πιο σουρεάλ και γκροτέσκο, είναι να βρεις τον τρόπο να είσαι συναισθηματικά πιστός στο ρόλο σου και να παίζεις την αλήθεια του. Μεγάλο στοίχημα».

Ο Γιώργος Ντούσης, που ενσαρκώνει τους ρόλους του Pippo και του εκτελεστή, μου περιγράφει τις τελευταίες μέρες πριν την πρεμιέρα, που ακόμα και όταν πρόκειται για επανάληψη παράστασης από την περσινή σεζόν όπως η δική τους, «τα πράγματα είναι πολύ ζωηρά και έντονα. Υπάρχει αγωνία, κόπωση, ο χρόνος ποτέ δεν είναι αρκετός μια και έχουν πάρα πολλά πράγματα να γίνουν, αλλά από την άλλη είναι μέρες που μας διακατέχει ανυπομονησία, χαρά και πνεύμα συλλογικότητας και συνεργασίας. Ειδικά όταν δουλεύεις με μια τέτοια ομάδα και τέτοιους συνεργάτες, που η αγάπη περισσεύει».

Μου εξηγεί μάλιστα πως το γεγονός ότι πρόκειται για μια παντομιμική παράσταση, οδηγεί τον ηθοποιό να κινείται σε πολύ εκφραστικές, και πολλές φορές, ακραίες περιοχές για να περάσει στην πλατεία την ιστορία του. «Πρέπει να συντηρεί αυτή την ενέργεια και τη σωματικότητα του καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης μια και οποιαδήποτε κίνηση η έκφραση υποδηλώνει πάντα κάτι στο θεατή. Είναι μια πολύ απαιτητική γλώσσα και τεχνική αυτή του Johnny O, αλλά όσο την ανακαλύπτεις και την ενσωματώνεις, τόσο την απολαμβάνεις και πραγματικά διασκεδάζεις μέσα σε αυτή.

Όλες οι σκηνές κατά μία έννοια είναι σαν μικρές ιστορίες που θα μπορούσαν να σταθούν και μόνες τους αισθητικά και αυτό είναι πολύ απολαυστικό. Εκτός από τις δικές μου σκηνές τις οποίες απολαμβάνω πραγματικά, μου αρέσει όταν έχω ευκαιρία στη πρόβα να βλέπω τους συναδέλφους μου να αφηγούνται όλες αυτές τις τρελές ιστορίες και τις περιπέτειες που μπλέκουν οι ήρωες τους. Δε θα ξεχωρίσω κάποια, ελάτε στην παράσταση να το συζητήσουμε μετά».

INFO
Συντελεστές:
Σκηνοθεσία – Σενάριο: Johnny O
Σκηνικά – Κοστούμια – Μακιγιάζ: Αντώνης Νομικός
Μουσική επιμέλεια: Johnny O
Επιμέλεια κίνησης: Ιωάννα Καμπυλαυκά
Φωτισμοί: Η ομάδα
Βίντεο: Παναγιώτα Καντιάνη
Φωτογραφίες: Eleftheria IKE/Photography
Παραγωγή: Ομάδα Νάμα

Ερμηνεύουν: Johnny O, Γιώργος Ντούσης, Αλέξης Βιδαλάκης, Μαρία Μπαλούτσου, Βασίλης Καζής, Εύη Κολιούλη, Χριστίνα Δενδρινού.

Επί Κολωνώ (Κεντρική Σκηνή), Ναυπλίου 12 & Λένορμαν 94, Αθήνα
Πρεμιέρα: Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2023, ώρα έναρξης: 21.15.
Παραστάσεις: Σάββατο και Τετάρτη, ώρα έναρξης: 21.15 (έως 7/10) και από 11/10: Κάθε Τετάρτη στις 21.15.
Διάρκεια: 80’
Πληροφορίες: Τηλ.: 210513 8067
Τιμές εισιτηρίων: 16 €, 12€ (Φοιτητικό, Ανέργων, 65+)
Προπώληση: https://www.more.com/theater/scarmface-1/