Πριν ξεκινήσουμε, μια απαραίτητη διευκρίνιση: Το Netflix δεν είναι από μόνο του κάποιο ISO ποιότητας. Υπάρχει και πολύ «σκουπίδι» στην πλατφόρμα, μην κρυβόμαστε μεταξύ μας, δεν κάνει. Όλοι έχουμε πατήσει το play για κάτι που μετά από λίγο μας έκανε να θέλουμε να ακυρώσουμε τρέχοντας τη συνδρομή μας. 

Γράφει ο Γιώργος Καραχάλιος

Το μετανιώνουμε όμως σχεδόν πάντα μόλις περάσει λίγο η ώρα. Ακριβώς επειδή είναι το Netflix. Του συγχωρούμε ακόμα και την παρεμβατικότητα στην εξέλιξη των σειρών που εντάσσονται στα big hit του ή το ότι «ξεζουμίζει» επιτυχίες με κάκιστης ποιότητας συνέχειες.

Όπως… κακή ώρα το Berlin που μόλις κυκλοφόρησε (από τον ομώνυμο ήρωα του Casa di Papel) ή το απαράδεκτο reality Squid Game (περιμένουμε, by the way, να δούμε πώς θα «καταστρέψουν» και τη 2η σεζόν της κορεάτικης σειράς, που αναμένεται να παιχτεί στα τέλη του 2024…).

Όσο κι αν γκρινιάζουμε, ουσία είναι πως φτάσαμε να μην μπορούμε «δίχως του». Μέχρι αποδείξεως του εναντίου, το Netflix παραμένει το Νο1 εκεί έξω στην κατηγορία του, το απόλυτο σημείο αναφοράς στην τηλεόραση του streaming. 

Δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά είναι ο καλύτερος αυτή τη στιγμή δίαυλος να επικοινωνήσεις διεθνώς τη δουλειά σου, να βγεις από τα στενά γεωγραφικά και γλωσσικά σου όρια. Είναι, επίσης, ένα τεράστιο κίνητρο. Να αυξήσεις τα ποιοτικά σου στάνταρ σε επίπεδο παραγωγής ώστε να είσαι μέρος αυτής της «παρέας». Κάτι σαν το Champions League στο ποδόσφαιρο. Όλοι θέλουν να παίξουν εκεί. Θέμα (και) πρεστίζ, του τι «στολίζει» ένα CV. 

Κι αυτός, σε τελική ανάλυση, είναι ο κύριος λόγος που χαιρόμαστε όταν μαθαίνουμε πως μπαίνουν (συνεχώς) νέες ελληνικές σειρές στη λίστα του. Με τελευταίες χρονικά τις «Σέρρες» του Γιώργου Καπουτζίδη και το «Σώσε Με», από το best seller βιβλίο του συγγραφέα Δημήτρη Σίμου. 

Ήταν να μη γίνει η αρχή…

Δεν πάει καιρός που αναρωτιόμασταν πότε επιτέλους θα δούμε κάτι ελληνικό στην πλατφόρμα. Το «Έτερος Εγώ» του Σωτήρη Τσαφούλια έφτασε πολύ κοντά στο να σπάσει πρώτο το «τείχος», αλλά η συμφωνία ναυάγησε όταν το Netflix αρνήθηκε να έχει τη σειρά διαθέσιμη παντού εκτός Ελλάδας και όχι εντός. Όμως κάτι τέτοιο θα ήταν τεράστιο πλήγμα για τον εγχώριο πάροχο (COSMOTE TV) και έτσι το deal δεν προχώρησε.

Ήταν το Maestro του Χριστόφορου Παπακαλιάτη που άνοιξε τελικά το δρόμο. Μετατρέποντάς τον σε λεωφόρο, αφού πλέον είναι όλο και περισσότερο το ελληνόφωνο περιεχόμενο. Τούτη την ώρα βρίσκουμε το «Σμύρνη μου αγαπημένη» της Μιμής Ντενίση, 3 ταινίες του Γιάννη Σμαραγδή («El Greco», «Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι» και «Καζαντζάκης»), την «Ευτυχία», του Άγγελου Φραντζή, τη «Μικρά Αγγλία» του Παντελή Βούλγαρη και την τριλογία του «The Bachelor» του Γιάννη Παπαδάκου.

Όλα τα παραπάνω εντάσσονται στο πλαίσιο της απόφασης του κολοσσού του streaming να δημιουργήσει ξεχωριστή οντότητα για την Ελλάδα. Για την κορυφαία διαδικτυακή υπηρεσία ψυχαγωγίας παγκοσμίως, είναι μια στρατηγική επιλογή. 

Το πραγματικό στοίχημα στη σχέση Ελλάδα-Netflix 

Βέβαια δεν έχει ιδιαίτερο νόημα αυτές τις εγχώριες σειρές και ταινίες να τις βλέπουμε μόνοι μας και να χαιρόμαστε – αυτό το κάνουμε και χωρίς Netflix. Το στοίχημα είναι να διεισδύσουν σε αγορές του εξωτερικού, να τις γνωρίσει ένα πιο ευρύ κοινό. 

Αυτό σε απλά… ελληνικά μεταφράζεται σε έσοδα, σε χρήμα. Κάτι που θα οδηγήσει με τη σειρά του σε αύξηση των εφοδίων και των δυνατοτήτων να γυρίζονται καλά πράγματα στη χώρα μας έτσι ώστε να βλέπουμε ένα τελικό προϊόν (πιο) υψηλού επιπέδου. Καταφέρνοντας να ξεφύγουμε από τα πεπερασμένα όρια που η μικρή αγορά εξ ορισμού μας θέτει, δημιουργώντας νέες θέσεις εργασίας. Μεγαλώνοντας, με μια λέξη.

Δεν είναι μακριά η ώρα που θα δούμε πρωτότυπες ελληνικές παραγωγές με την υπογραφή του Netflix. Είναι στα σχέδια των ανθρώπων της πλατφόρμας, το έχουν ήδη κάνει σε αρκετές χώρες ίδιου μεγέθους με τη δική μας.  

Έχουμε καλούς ηθοποιούς, καλούς σεναριογράφους, τεχνικούς. Η τόλμη και το όραμα μας λείπει συνήθως, στοιχεία απαραίτητα για να στοχεύσεις ψηλά. Ο Γιώργος Λάνθιμος, μια που το φέρε η κουβέντα, είναι το πλέον ηχηρό παράδειγμα πως «ναι ρε φίλε, (έτσι) γίνεται».