Τετάρτη βράδυ, περασμένες 11 στη Γλάδστωνος. Από μια ξεχαρβαλωμένη πλαστική καρέκλα, ακούγεται ένα τρίκλισμα λαϊκού τραγουδιού με αθλητικές παρεμβολές. Τα ρολά κατεβασμένα, μόνο δύο μαγαζιά φωτίζονται με ένα στρεσογόνο λευκό φως. Μυρίζει υγρή κόλλα, καμένο Ινδικό και φρέσκο αίμα που χύθηκε δύο χρόνια πριν. Στην πλαστική καρέκλα ένας γέρος αλλάζει τους σταθμούς, γυρίζει και μας κοιτάζει με κιτρινισμένο βλέμμα. Κολλάμε μια αφίσα και δίπλα άλλη μια. Ο Φ. έβαλε τα δυνατά του, η Zackie είναι μια χούφτα αστέρια, σε ένα σε σωστή απόχρωση του μωβ, σύμπαν.

Η ροζ σιδεριά, παραμένει μήνες κατεβασμένη. Κάπου-κάπου λαμπιρίζει λίγο γκλίτερ, διαβάζουμε ξανά τα συνθήματα. Τραβάμε άλλη μία φωτογραφία. Δεκάδες ολόιδιες φωτογραφίες. Μικρά ρυάκια ποτίζουν τις μάσκες. Γράφουμε, φωνάζουμε και τραγουδάμε χρόνια τώρα πως “Η Zackie ζει”, “Ο Παύλος ζει” και όμως δεν είναι εδώ. Μπογιές και σπρέι για να σχηματίσουμε τα πρόσωπα τους, να φυσήξει πεχλιβάνης να τους δώσει ξανά ζωή. Και εκείνοι μένουν ακούνητοι, να ξεβάφουν στους τοίχους, να μουσκεύουν στη βροχή, να ξεθωριάζουν στο πεζοδρόμιο. Και θυμώνουμε. Τους θυμώνουμε. Μας θυμώνουμε.

Η αφίσα, βρίσκεται σκισμένη και στο πάτωμα. Ο γέρος κάθεται σε άλλη καρέκλα κουνάει νευρικά την κεραία του φορητού ραδιοφώνου. “Αυτό το κομμάτι δρόμου είναι δικό μου. Ακούτε; Δικό μου”.

Άκου γέρο, και παρεξήγησε αν θες το ύφος μου. Αυτός ο δρόμος αν είναι κάποιου είναι εκείνου που το σχήμα του κορμιού του ζωγραφίζουμε ακόμη στο πεζοδρόμιο, μη και ξεχάσεις πως στα μάτια σας μπροστά κατέρρευσε αβοήθητος. Αυτός ο δρόμος ανήκει στις ενοχές όσων γύρισαν σπίτι τους εκείνο το μεσημέρι, έπλυναν τα χέρια τους, σερβιρίστηκαν το φαγητό τους και ξάπλωσαν να χαζέψουν στην τηλεόραση όπως χάζευαν την εξόντωση ενός ανθρώπου μπροστά τους. Αυτός ο δρόμος ανήκει στα δάκρυα και στο παντοτινό αποτύπωμα του πόνου, γέρο, και τρέξε να διαδώσεις αυτό το μήνυμα παντού.

Πήρε ένα παλούκι, φώναξε να φύγουμε. Ξανά κόλλα, ξανά αφίσα. “Ο δρόμος είναι δικός μου, μαλακισμένα”. Ξανά κόλλα, ξανά αφίσα. “Θα σας δείξω τι έχετε να πάθετε”. Ξανά κόλλα, ξανά αφίσα. “Φύγετε, είπα”. Ξανά κόλλα, ξανά αφίσα.

Στις 21 Οκτώβρη, ξεκινάει η δίκη του αδερφού μας Ζακ, της αδερφή μας Zackie, του ανθρώπου που δολοφονήθηκε μπροστά στα μάτια δεκάδων περαστικών από έναν καταστηματάρχη και έναν μεσίτη. Τον κλώτσησαν, τον έσυραν πάνω σε μια σπασμένη τζαμαρία με το ΕΚΑΒ παραπέρα να κάνει τα στραβά μάτια και την αστυνομία να του περνάει χειροπέδες όντας πια νεκρός. Ξεκινά η δίκη του ανθρώπου που λιντσαρίστηκε όχι μία, αλλά εκατοντάδες φορές μετά τον θάνατο του με χυδαίους χαρακτηρισμούς και μεσημεριανά κουίζ που έθεταν ερωτήματα για το αν δολοφονήθηκε σωστά ή όχι.

Από τότε, και ενώ το έγκλημα παραμένει ατιμώρητο, δεν έπαψαν να πυκνώνουν οι καταγγελίες για ομοφοβικές επιθέσεις από ανθρώπους που πλέον δημόσια τις καταγγέλλουν, διεκδικώντας την παρουσία τους στον δημόσιο χώρο.   

Δύο Σεπτέμβρηδες χωρίς εκείνη, γεμάτοι γκλίτερ να γδέρνει τις πληγές. Επιστρέψαμε και σήμερα στη Γλάδστωνος. Με μάσκες και σκούπες μαγισσών, με γκλίτερ και χρώματα. Ανάμεσα στο πλήθος η Μάγδα Φύσσα. “Ήρθα για τον Νίκο”. Ο Νίκος, ο αδερφός του Ζακ, πριν 2 ημέρες κατέβηκε στο Κερατσίνι για τον Παύλο. Στους δρόμους, με ορθάνοιχτες τις πληγές μας, υφαίνοντας διαρκώς πλεξούδες φροντίδας, αγάπης και σεβασμού.

Μας λείπεις Ζακ. Λείπει το θάρρος του να περπατάς ολόκληρος αν και κατακερματισμένος στο φως, η δύναμη του να μη σε νοιάζει σε ποιους αρέσει αυτό που είσαι. Μας λείπεις  Ζακ και σου υποσχόμαστε τον πόνο μας να τον κάνουμε σύνθημα σαν αυτό που ακούστηκε σήμερα από τους χιλιάδες που περπάτησαν για εσένα, θα φωνάζουμε πως “ΓΚΛΙΤΕΡ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ, ΟΧΙ ΑΛΛΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ”.