«Να τους δώσετε και επαίνους» ακούστηκε μια φωνή στην αίθουσα του δικαστηρίου, ενώ οργισμένοι, συγγενείς των θυμάτων, έβριζαν και πετούσαν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Η ετυμηγορία για το Μάτι ήρθε να εντείνει το αίσθημα οργής και να μεγαλώσει την απορία που συνοψίζεται σε ένα βασανιστικό, καίριο και δυστυχώς διαχρονικό ερωτήμα: «Μα κανείς δεν φταίει τελικά για τίποτα σε αυτή τη χώρα»;

Για όσους δεν το έχουν ακόμα πληροφορηθεί, το δικαστήριο επέβαλε ποινή φυλάκισης από 3 ως 111 χρόνια στους καταδικασθέντες, με εκτιτέα όμως ποινή τα 5 έτη. Ως εκ τούτου, αφέθηκαν ελεύθεροι εφόσον η ποινή τους είναι χρηματικά εξαγοράσιμη. Με μάξιμουμ 40.000 ευρώ δηλαδή, «καθαρίζουν».

Η Πυροσβεστική βρήκε τον τρόπο να καλύψει νομικά τις επιχειρησιακές της ανεπάρκειες. Επίσης κανένα πολιτικό πρόσωπο που προΐστατο εκείνη την εποχή στις καίριες θέσεις δεν κρίθηκε πως έχει την όποια ευθύνη.

Μάτι, Τέμπη, ένα συλλογικό τραύμα, μια κοινή οργή

Το περί δικαίου αίσθημα δεν μπορεί να λειτουργεί κατά περίσταση. Δεν γίνεται κάτι που είναι το ίδιο πρακτικά να μας ενοχλεί (σωστά) στη μία περίπτωση και να μην μας ενοχλεί στην άλλη, επειδή απλώς αλλάζει το κάδρο των πολιτικών ευθυνών, ανάλογα με το τι μας βολεύει ιδεολογικά. Η ουσία είναι η ίδια. Στο Μάτι, στα Τέμπη, χάθηκαν ανθρώπινες ζωές που καμιά «κακιά στιγμή» δεν μπορεί να δικαιολογήσει.

Η Εξεταστική Επιτροπή των Τεμπών, ο τρόπος που (δεν) λειτούργησε άφησε τον κόσμο με ένα ανάμικτο συναίσθημα παγωμάρας και οργής. Οι ποινές-χάδι στους καταδικασθέντες για τη φονική πυρκαγιά στο Μάτι και η αθώωση άλλων ενισχύουν τον κοινωνικό θυμό, λειτουργώντας συσσωρευτικά – ουκ ολίγες οι αφορμές, οι αιτίες.

Στα μάτια των πολιτών που δεν έχουν κομματικές παρωπίδες και δεν παίζουν το (ανόητο) παιχνίδι του «ποιος τα έκανε λιγότερο μαντάρα στη βάρδια του» δεν υπάρχει διαφορά στην ουσία των 2 τραγωδιών. Άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, συγγενείς και φίλοι τους δικούς τους, λόγω εγκληματικής αμέλειας, παραλείψεων και ανικανότητας ενός ολόκληρου μηχανισμού.

Στο Μάτι, 104 άνθρωποι κάηκαν ζωντανοί μέσα στον αστικό ιστό, στην πρωτεύουσα μιας (κατά τα άλλα) ευρωπαϊκής χώρας. Έξι χρόνια μετά, η δικαιοσύνη αποφάνθηκε πως δεν έφταιγε κανένας, τουλάχιστον τόσο ώστε να πάει φυλακή. Ποιος ξέρει, ίσως να έφταιγαν τα… θύματα, ναι, μόνο αυτό δεν έχουμε ακούσει ακόμη.

Δεν είναι λαϊκισμός να πει κανείς «τι γίνεται ρε γαμώτο σε αυτή τη χώρα». Είναι διαπίστωση, ένα συλλογικό τραύμα. Η ατιμωρησία βασιλεύει και όσο αυτό συμβαίνει, κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πού θα οδηγήσουν οι αντιδράσεις – γιατί αντίδραση, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θα υπάρξει.