Κάποτε είχα ακούσει τη φράση «στους καλλιτέχνες μπορώ να συγχωρήσω πολλά», ίσως να την έχω πει κιόλας. Ωστόσο, έρχονται στιγμές αναθεώρησης σε ό,τι πιστεύουμε πως… πιστεύουμε, και για πολλούς από εμάς αυτή η στιγμή αποτυπώνεται στο πρόσωπο του Γιώργου Κιμούλη. Όντας έξω από τον χορό μπορούμε να λέμε πως το θέατρο είναι μια δουλειά σκληρή και το σινάφι του ένα από τα δυσκολότερα. Μπορεί να έχουμε ακούσει πως για να γίνει ρόλος ο ηθοποιός μπορεί να δοκιμάσει μεθόδους σκληρές, ακραίες, κακοποιητικές, μεθόδους, που για να το δέσουμε αλλιώς, ένας ψυχολόγος δε θα ενέκρινε. Στη θεωρία, ακούγεται ως θυσία για την τέχνη, ως εργαλείο για να βγαίνουμε εσείς και εμείς συγκινημένοι από θεατρικές αίθουσες και να νιώθουν οι επαγγελματίες του πως έκαναν καλά τη δουλειά τους. Η θεωρία σταματάει, όταν μια ηθοποιός καταγγέλλει δημόσια πως δέχτηκε κλωτσιά από θιασάρχη, από τον ίδιο θιασάρχη που είχε δώσει εντολή να μην έχει επαφή με ένα ποτήρι νερό σε μια δύσκολη φάση για τον οργανισμό της, με έναν θιασάρχη που έκανε ό,τι μπορούσε για να τη βραχυκυκλώσει πάνω στη σκηνή. Η θεωρία φρενάρει κι άλλο όταν μια άλλη ηθοποιός αποκαλύπτει πως όσο εκείνη δούλευε επί σκηνής για να φέρει την πολυπόθητη συγκίνηση στους θεατές, προσπαθώντας να τους γυρίσει στα σπίτια τους έστω και κατά λίγα εκατοστά μετατοπισμένους εσωτερικά, ο ίδιος άνθρωπος την έβριζε χυδαία την ίδια ακριβώς στιγμή. Η θεωρία φρενάρει λίγο ακόμα όταν άλλη συνάδελφος των δυο γυναικών αναφέρει πως ο ίδιος άνθρωπος με τη συμπεριφορά του τη διέλυσε εσωτερικά, χάνοντας κάθε πίστη στον εαυτό της και το ταλέντο της. Η θεωρία πάει κανονικό περίπατο όταν οι καταγγελίες γίνονται πολλές. Πρακτικά, τη θεωρία την παίρνει μαζί της μια χιονοστιβάδα που θα σταματήσει μόνο όταν παρασύρει και τους κακοποιητές που παίζουν με ψυχοσυνθέσεις και διαθέσεις στο βωμό της τέχνης, της εξουσίας ή για οποιαδήποτε άλλη δικαιολογία καλύπτει τον οριακό αυτό σαδισμό.

Ένας άνθρωπος της τέχνης μπορεί να παίξει μόνο με τις ψυχοσυνθέσεις των θεατών του και αυτό για όσο διαρκεί μια παράσταση. Οι ηθοποιοί του είναι τα εργαλεία του για αυτό και κάθε λογικός άνθρωπος ξέρει πως ένα εργαλείο αν το καταστρέψεις, μόνο τη δουλειά σου δε θα κάνεις. Όταν το κακομεταχειρίζεσαι, δεν είναι αποτελεσματικό. Βέβαια, και αυτά θεωρίες είναι και μάλιστα από ανθρώπους σαν κι εμάς, που δεν περπατάμε στις σκηνές ως δρώντες του και το πιο πιθανό είναι πως δε θα το κάνουμε και ποτέ. Για αυτόν ακριβώς το λόγο, είναι σημαντική η συμβολή των ηθοποιών σε αυτή τη σπίθα που βγαίνει σαν ένα «ως εδώ» που έχει φτάσει στο μη περαιτέρω. Δεν είναι λίγοι οι ηθοποιοί που με αφορμή τα όσα είπε η Ζέτα Δούκα επιβεβαίωσαν τη βία που μένει στα παρασκήνια ή ακόμα και πάνω στη σκηνή στα ψιλά γράμματα, λέγοντας και δικές τους προσωπικές ιστορίες. Ποτέ δεν πήγε κάτι στραβά με την αποκάλυψη μιας παθολογίας. Καθημερινά το τελευταίο διάστημα ηθοποιοί εξομολογούνται πράγματα που μάλλον πίστευαν πως θα μείνουν μόνο στη σφαίρα των ποτών και των τσιγάρων μετά από μια παράσταση. Η Ζέτα Δούκα, ακολουθούμενη από την Ευδοκία Ρουμελιώτη και την Κατερίνα Γερονικολού, αλλά και από άλλες ηθοποιούς, έβαλε εκείνο το σημείο στην αφετηρία μιας μεγάλης ιστορίας προς τη λύτρωση και την αλλαγή. Τα κακά νέα, είναι πως δεν είναι όλοι οι ηθοποιοί διατεθειμένοι ούτε να πάρουν θέση, αλλά ούτε να στηρίξουν ένα θύμα βίας, λεκτικής και σωματικής, σώζοντας τα επόμενα, υποψήφια θύματα.

Εμφανώς ενοχλημένη, η Εβελίνα Παπούλια βγήκε στον αέρα της εκπομπής «Πρωινό», κατηγορώντας τους παρουσιαστές πως παραποίησαν τα λόγια της. Η ίδια ανέφερε σε ραδιοφωνική εκπομπή, αυτό που όλοι ξέρουμε και αγνοούμε, ότι δηλαδή ανά τα χρόνια αυτή η «σκληραγώγηση» των σκηνοθετών προς τους ηθοποιούς ήταν το μόνο δεδομένο, σαν μέθοδος. Στην περίπτωση της Ζέτας Δούκα και του Γιώργου Κιμούλη, δε θέλησε να εκφέρει άποψη, αφενός γιατί και οι δυο ηθοποιοί είναι φίλοι της, αφετέρου γιατί τα όρια του καθενός είναι διαφορετικά και στην τελική δεν ήταν μπροστά στο περιστατικό. Σε κάθε περίπτωση, δήλωσε πως η σωματική βία είναι καταδικάσιμη και εισέρχεται εκ των πραγμάτων στο φάσμα του νόμου. Και μετά έρχεται η Χρυσούλα Διαβάτη.

Πιστεύω ότι εσύ ο ίδιος κάνεις τους άλλους να σε σέβονται ή να μη σε σέβονται. Εγώ απολάμβανα το προνόμιο του σεβασμού από τότε που ήμουν κοριτσάκι.”

Σε συνέντευξή της στο Fthis για το ζήτημα, ξεκινώντας με το τυπικό δεδομένο για την ηθοποιό που καταλήγει σχεδόν πάντα σε μια δήλωση ότι αγνοεί την ύπαρξη κάποιου, αναρωτήθηκε γιατί δεν κατήγγειλε η Δούκα το περιστατικό πάραυτα στην αστυνομία. Γιατί δεν «πλάκωσε στο ξύλο» τον Γιώργο Κιμούλη. Ανέφερε πως δεν μπορεί να ξέρει τι έκανε η «κυρία» στον «συνάδελφο». Τα εισαγωγικά εδώ χρησιμοποιήθηκαν μόνο για να τονίσουν τον ρόλο τον οποίο δίνει η ηθοποιός στην υπόσταση του καθενός από τους εμπλεκόμενους. «Δεν μπορεί να σε κλωτσήσει ο άλλος έτσι και εσύ να το φας… Αυτό πάλι γιατί; Τον φοβόταν; Ήταν μικροσκοπική και ήταν ψηλός αυτός; Δεν ξέρω σε τι κατάσταση βρισκόταν ο καθένας εκείνη τη στιγμή, ούτε εσείς ξέρετε και δεν μπορείτε να υποστηρίζετε καμία άποψη”, σχολίασε. Σε ερώτηση για τη δική της προσωπική συνεργασία με τον Γιώργο Κιμούλη και το αν αντιμετώπισε τέτοιες συμπεριφορές, απάντησε: Πιστεύω ότι εσύ ο ίδιος κάνεις τους άλλους να σε σέβονται ή να μη σε σέβονται. Εγώ απολάμβανα το προνόμιο του σεβασμού από τότε που ήμουν κοριτσάκι.”

Συνεχίζοντας είπε: «Δεν μπορώ να ξέρω τι έκανε στον συνάδερφο η κυρία. Είναι και θέμα ο καθένας πώς θέλει να προβάλλει τον εαυτό του. Τότε γινόμασταν ηθοποιοί γιατί λατρεύαμε αυτή τη δουλειά και θέλαμε να γίνουμε σπουδαίοι. Δεν μας ενδιέφεραν τα εξώφυλλα, δεν υπήρχαν κιόλας τότε. Αυτά ήταν για τους σταρ του κινηματογράφου και όχι για μας του θεάτρου. Τώρα είναι μια άλλη μόδα, επειδή στον χώρο μας έχει καταργηθεί και η άδεια, ο καθένας μπαίνει και τα μανεκέν και ό,τι θέλεις μπαίνει και τα από τηλεπαιχνίδια. Δεν είναι κατοχυρωμένο το επάγγελμα. Αυτοί οι άνθρωποι μπήκαν στον χώρο για την προβολή τους.», σχετίζοντας το ζήτημα της «αυτοπροβολής» με κάθε μέσο, με την καταγγελία ενός περιστατικού βίας στον επαγγελματικό χώρο.

Μερικές φορές, αξίζει να βάλεις στο πλάι το εγώ σου και να αντιμετωπίσεις μια κατάσταση σαν την αρχή μιας τεράστιας αλλαγής. Σαν ένα χέρι που πασχίζει να γυρίσει τη βαρύτερη και σκοτεινότερη σελίδα ενός βιβλίου. Η σκληρή αλήθεια είναι πως η βία δε δικαιολογείται, δε γίνεται ανεκτή, δεν μπαίνει σε πλαίσια αποδοχής, είτε μιλάμε για λεκτική, είτε για σωματική, είτε για σεξουαλική. Μια άλλη αλήθεια είναι πως αν κάτι δε συνέβη σε εσένα, δε σημαίνει πως δε συνέβη σε άτομα που αναπνέουν και πασχίζουν δίπλα σου. Όχι, δεν έχουμε όλοι το «προνόμιο του σεβασμού», όπως η κυρία Διαβάτη, αλλά αυτό δε σημαίνει πως δεν παλέψαμε για αυτό. Ο σεβασμός καλώς ή κακώς δε θα πρέπει να κερδίζεται, αλλά να είναι αυτονόητος. Και πάλι καλά, δηλαδή, γιατί αν μέσα σε όλα για τα οποία παλεύουμε έπρεπε να είναι και το να μη μας κλωτσήσουν στη δουλειά, ο κόσμος αυτός θα ήταν ακόμα σκοτεινότερος και η ζωή εξαιρετικά μικρότερη και κλειστοφοβική.

Στη φυσική, της αντίδρασης προηγείται η δράση και αυτό ισχύει και στη ζωή. Όταν αποφασίζουμε να εκφέρουμε άποψη για τέτοια ζητήματα, πριν ασχοληθούμε με το τί έκανε το θύμα, αν κατήγγειλε, γιατί δεν αντέδρασε και πώς διαχειρίστηκε τις πληγές της βίας του, ασχολούμαστε με τον θύτη, τον δρώντα. Η πηγή του προβλήματος είναι εκεί. Εκτός και όταν γίνεται ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα, επειδή κάποιος ασυνείδητος έκαψε ένα κόκκινο φανάρι, ασχολούμαστε με το γιατί ο άνθρωπος τον οποίο τράκαρε δεν έχει αγοράσει αυτοκίνητο με δυνατότητα πτήσης, για να μπορεί να αποφύγει το τρακάρισμα.