Είμαστε η Γενιά του Δεκέμβρη. Όλοι εμείς που πλησιάζουμε ή έχουμε περάσει τα 30, θυμόμαστε πολύ καλά εκείνα τα πρωινά που, λίγο μετά την προσευχή στο Γυμνάσιο ή το Λύκειο, συζητούσαμε τι ακριβώς συνέβη το βράδυ του Σαββάτου όσο νέες πληροφορίες, κυρίως από στόμα σε στόμα ή στο Διαδίκτυο και όχι από τα ΜΜΕ, γίνονταν γνωστές. Ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος δολοφονήθηκε από τη σφαίρα του ειδικού φρουρού Επαμεινώνδα Κορκονέα, στα Εξάρχεια. Ήταν μόλις 15 χρονών, στην ηλικία μας. Αυτό μας είπαν, αυτό προσπαθούσαμε να χωνέψουμε.

Η Αθήνα ήταν φωτισμένη -όχι από τον χριστουγεννιάτικο στολισμό- και στη χώρα κυριαρχούσε ένα αίσθημα φόβου και ανησυχίας. Έτσι τουλάχιστον προσπαθούσαν να μας πείσουν διάφορα κανάλια που έπαιξαν μέχρι και μονταρισμένο βίντεο από τη στιγμή του φονικού. Ακόμα και τα άτομα που ζούσαν από επιλογή στην απομόνωση, μπορούσαν να καταλάβουν ότι κάτι συμβαίνει, ότι μια γενιά, θέλοντας και μη, θα κουβαλήσει μέσα της τη νύχτα που δολοφόνησαν ένα παιδί.

Από το 2008 μέχρι και σήμερα άλλαξαν πολλά, αυτό που μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ότι έμεινε ίδιο, όμως, είναι το πώς βιώνουν οι νοικοκυραίοι την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου.

Κάθε χρόνο τέτοια μέρα, λοιπόν, το μυαλό του μέσου νοικοκυραίου επανέρχεται στις εργοστασιακές ρυθμίσεις. Στο manual, αυτό το βιβλιαράκι λίγων σελίδων που μοιάζει αρκετά με του νέου τραπεζιού που αγοράστηκε με τις οικονομίες την Black Friday, αντί για οδηγίες, υπάρχουν γραμμένα τα συνηθισμένα ερωτήματα που θολώνουν την κρίση του. Ας φέρουμε ως παράδειγμα το πιο γνωστό, αυτό που, 14 χρόνια μετά την δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ανακυκλώνεται κάθε έκτη μέρα του Δεκέμβρη. «Τι έκανε τέτοια ώρα στα Εξάρχεια;».

Βλέπετε, ο νοικοκυραίος δεν μπορεί να ξεχωρίσει το θύμα από τον θύτη, δεν είναι σε θέση να αποδώσει ευθύνες στον πραγματικό ένοχο και τους μηχανισμούς που τον προστατεύουν, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι σε μία μεγάλη πόλη όπως η Αθήνα, το να περπατάς το βράδυ στα Εξάρχεια το Σάββατο είναι ένα ακόμα ανθρώπινο δικαίωμα το οποίο σταδιακά ξεθωριάζει και αυτό.

Στο μυαλό του νοικοκυραίου υπάρχει ήδη μια εικόνα και δεν ανέχεται να την αλλάξει διότι, στο μυαλό του πάντα, θεωρεί ότι υποβαθμίζεται ο τρόπος που εκλαμβάνει τις αρχικές πληροφορίες, το πώς τις φιλτράρει και τελικά το τι χρησιμοποιεί ως αντεπιχείρημα. Με λίγα λόγια, δεν θα μπει καν στη διαδικασία να σκεφτεί αν κάνει λάθος καθώς, αν αλλάξει την άποψή του για κάτι, καταλήγει στο συμπέρασμα δεν είναι αρκετά έξυπνος και, ποιος θέλει να μην είναι έξυπνος στις μέρες μας;

Ο νοικοκυραίος δεν μπορεί να καταλάβει ότι μια εξέγερση, μια πορεία, μια συγκέντρωση βασίζεται σε μία αδικία, στην συγκεκριμένη περίπτωση στον θάνατο ενός εφήβου. Δεν θέλει επίσης να καταλάβει πως το να κρατάς τη μνήμη κάποιου ζωντανή είναι το καθήκον σου απέναντι στη νέα γενιά που, χωρίς καμία αμφιβολία, θα αντιμετωπίσει και εκείνη δύσκολες καταστάσεις.

Στο μυαλό του νοικοκυραίου, όποιος δεν συμβαδίζει με τους κανόνες είναι εχθρός της δημοκρατίας, βάζει φωτιά σε κάδους, σε αυτοκίνητα, σπάει βιτρίνες και, φυσικά, εφόσον κάνει όλα τα παραπάνω, δεν έχει κανένα λόγο να διαμαρτύρεται. Το γνωστό τσουβάλιασμα. Σχεδόν ποτέ δεν καταφέρνει να θεμελιώσει το σκεπτικό του και καταφεύγει στις άσχετες με το γεγονός πληροφορίες όπως είναι η οικογενειακή κατάσταση του Γρηγορόπουλου, την οικονομική επιφάνεια και τις σχολικές του επιδόσεις νομίζοντας έτσι πως χτίζει ένα προφίλ που «μιλάει από μόνο του».

Ο νοικοκυραίος δεν διακρίνει την πελώρια κόκκινη γραμμή μεταξύ της ανθρώπινης τραγωδίας και της επιβολή της τάξης και πιστεύει στο «καλά του κάνανε αφού…». Ο 16χρονος στη Θεσσαλονίκη, δυστυχώς, είναι το τέλειο παράδειγμα. Η ανυπακοή, άλλωστε, τιμωρείται και το ποια θα είναι η τιμωρία το αποφασίζει αυτός που κρατάει το όπλο.

Οι νοικοκυραίοι, κάθε φορά που το ημερολόγιο δείχνει 6 Δεκεμβρίου, ζητούν κάπως βαριεστημένα την αποκεφάλιση της λογικής με ερωτήσεις όπως «δεν είχε γονείς να τον μαζέψουν;» και «δεν βαρέθηκαν τόσα χρόνια τα ίδια και τα ίδια;», για να τελειώνουν, να πάνε στη δουλειά τους, να συνεχίζουν τη ζωή τους, να συναρμολογήσουν το τραπέζι από τα Άι-Κία, εκεί που θα απλώσουν τα πόδια τους για να δουν τα επεισόδια από την λεπτή σαν φέτα πορτοκαλιού τηλεόρασή τους.

Είναι μια δύσκολη μέρα. Για όλους.