Η Ελευσίνα είναι ένα μυστήριο. Όχι μόνο επειδή αυτό είναι το βασικό καλλιτεχνικό πρίσμα μέσα από το οποίο θα επανερμηνευτεί από τις ποικίλες δράσεις της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας ούτε επειδή η αρχαία της ιστορία περιέχει κομμάτια της πιο προωθημένης σκέψης της κλασικής Αθήνας. Είναι ένα μυστήριο επειδή είναι μια πόλη όχι απλώς άγνωστη μα επί της ουσίας αόρατη για τους περισσότερους που ζούμε στη Αθήνα, ένα μεταβατικό σημείο στη διαδρομή του gps, η πρώτη πινέζα μιας πιο «εξωτικής» διαδρομής που καταλήγει σε έναν οποιοδήποτε χειμερινό ή καλοκαιρινό προορισμό της Πελοποννήσου ή της Δυτικής Ελλάδας.

Προκαλεί έκπληξη το πόσο κοντά είναι η Ελευσίνα. Ειδικά αν ζεις στα δυτικά της Αττικής χρειάζεσαι περίπου 20 λεπτά για να φτάσεις εκεί -τόσο σύντομα φτάνεις έως το Σύνταγμα, για το Παγκράτι θες περισσότερο χρόνο. Με δεδομένες μάλιστα τις απλησίαστες τιμές ενοικίων στην Αθήνα, είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα πολλοί θα παρακάμψουν τις στερεοτυπικές εντυπώσεις και θα αναζητήσουν στην Ελευσίνα προσιτή οικονομικά στέγαση. Η πόλη άλλωστε είναι αυτάρκης και το 2023 «θα αναπτύξει την κρυφή δυναμική της υπό την πίεση της πολιτιστικής δράσης», όπως έχει επανειλημμένα τονίσει ο καλλιτεχνικός διευθυντής της 2023 ΕΛΕΥΣΙΣ, Μιχαήλ Μαρμαρινός, περιγράφοντας έτσι τη μετάβαση της Ελευσίνας σε μια δεκαετία πολιτισμού.

Η προσδοκία αποκάλυψης αυτών των δυναμικών ήταν το βασικό κίνητρο για να βρεθούμε στα «Μυστήρια Μετάβασης», τη δεύτερη φάση της Τελετής Έναρξης, η οποία θα κορυφωνόταν με μια εξίσου θελκτική δράση, το live των Στέρεο Νόβα που θα ήταν η μόλις τρίτη επανεμφάνισή τους -και η πιο ολοκληρωμένη καλλιτεχνικά- μετά τη διάλυσή τους το 1997. Μα τελικά η προσδοκία εξόκειλε στα αβαθή του όρμου σαν παροπλισμένο ρυμουλκό των διυλιστηρίων.

Διψούσαμε να κάνουμε τις απαραίτητες συστάσεις με την πόλη της Ελευσίνας μέσα από μια υδάτινη αφήγηση, η οποία θα εμπνεόταν από τα ελευσίνια μυστήρια, τη μυθολογία της πόλης και τη σύνδεση του πάνω με τον κάτω κόσμο. Σπάνια σού δίνεται ένα τέτοιο όχημα μετάβασης και μύησης από το απώτερο αποκρυφιστικό, μυσταγωγικό παρελθόν στο πιο πρόσφατο εργατικό παρελθόν κι από εκεί σε ένα παρόν που προσπαθεί να βρει την ισορροπία του ανάμεσα στα αντιφασιστικά συνθήματα, τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια και τις φλογίτσες των διυλιστηρίων. Ένα τόσο σύνθετο σχήμα αποδόθηκε άτσαλα με την ανάδυση από το βυθό ενός γλυπτού που θύμιζε φάλαινα, αλλά για τους διοργανωτές ήταν ένα μυθικό πλάσμα, στο οποίο προβάλλονταν φωτογραφικά και εικαστικά σπαράγματα από την ιστορία της πόλης. Ο συμβολισμός του θαλάσσιου κήτους, πανάρχαιος και αυτός, περασμένος από τα φίλτρα πολλών πολιτισμών και διαχρονική πηγή έμπνευσης, δεν λειτούργησε, ενώ το ίδιο το γλυπτό θα μείνει στην πόλη ως παρακαταθήκη της πολιτιστικής ή απλώς ως αυτό που θα αποκαλούμε σε λίγα χρόνια ως τη «φάλαινα της Ελευσίνας» -λες και δεν είχε έως τώρα άλλα κήτη η συγκεκριμένη πόλη να αντιμετωπίσει, χώρια τις ετεροβαρείς συγκρίσεις: «”Μήπως είναι η Ελευσίνα το νέο Βερολίνο”;. Ναι, γιατί όχι;» έχει επίσης δηλώσει ο κύριος Μαρμαρινός.

Μέχρι να φτάσουμε βέβαια στην ανάδυση είχε προηγηθεί η «χορογραφία» από 16 λάντζες, στις οποίες επέβαιναν διασκορπισμένα τα μέλη της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Το να συντονίζονται ανά ομάδες και εξ αποστάσεως οι μουσικοί μιας συμφωνικής ορχήστρας είναι εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο και τους αξίζουν συγχαρητήρια. Σε μια προβλήτα, οι CHORES της Μαρίνα Σάττι, ένα σχήμα που συστηματικά ανοίγει δυναμικό διάλογο με την παράδοση, παραδόθηκαν στο μοναδικό ρόλο που θα μπορούσε να τους επιφυλάξει η συγκεκριμένη βραδιά: να γίνουν τμήμα μιας δράσης που αντί να στρέψει το βλέμμα μας στο ΤΩΡΑ της πόλης, δεν το άφηνε παρά να σηκωθεί ελάχιστα χιλιοστά πάνω από την επιφάνεια των πραγμάτων. Αν αυτό ήταν το σύχγρονο πρόσωπο της Ελευσίνας, τότε το πρόσωπο αυτό κοιτάζει το ημερολόγιο και βλέπει να γράφει 1997. Με άλλα λόγια, βρθήκαμε πολυ μακριά από το διακηρυγμένο όραμα του σκηνοθέτη της τελετής, Chris Baldwin, ο οποίος δήλωνε ότι στόχος των πόλεων που είναι πολιτιστικές πρωτεύουσες είναι να συστηθούν με έναν τρόπο που θα είναι ελκυστικός και ενδιαφέρων για το ευρύτερο ευρωπαίκό κοινό. Η συνειδητοποίηση ερχόταν κάπως αμήχανα: 30 ολόκληρα χρόνια πριν, οι Στέρεο Νόβα είχαν καταφέρει να μιλήσουν πιο μοντέρνα, πιο άμεσα για την ποίηση που ξεπεταγόταν από τις ρωγμές των τσιμεντένιων τοίχων της Δυτικής Αττικής. Και ίσως η φωτισμένη φάλαινα πάνω από τα νερά του όρμου να κοιτούσε επίτηδες προς τη πλευρά του εργοστασίου ΙΡΙΣ, σαν να ήξερε ποιος είναι ο προορισμός του ταξιδιού της.

Με αυτή τη σκέψη, διασχίσαμε την παραλιακή Κανελλοπούλου περνώντας από τις δράσεις που γίνονταν σε όλο το μήκος της. Άλλες σε κέρδιζαν, όπως οι “Νύμφες”, σε επιμέλεια του Κωνσταντίνου Ρήγου και της Όλγας Καραβερβέρη, άλλες όχι. Αναμφίβολα highlight η performance δίπλα από το φανοποιείο «Ο Τέλειος», καθώς και όσα συνέβαιναν εντός του συνεργείου, το οποίο σίγουρα θα φιγουράρει στις φωτογραφίες που θα σκάνε στο φιντ μας σε όλη τη διάκρεια του 2023 από τους επισκέπτες της πολιτιστικής.

Η τοποθεσία, η νοσταλγία, το βαθύ σημάδι που αφήνει μια μπάντα η οποία πυρπόλησε τη χαμένη μας νεότητα ή ακόμα και οι σπάνιες κοινές εμφανίσεις δεν μπορούν να εγγυηθούν την επιτυχία μιας συναυλίας. Ωστόσο, είτε χόρεψες μαζί με τους Στέρεο Νόβα μαζί στα γεμάτα ιδρώτα live στο Camel είτε τους γνώρισες από επανεκδόσεις και τις solo εμφανίσεις τους, ξέρεις τι μπορούν να κάνουν στη σκηνή. Θυμάσαι τον ατέλειωτο χορό του Κωνσταντίνου Βήτα το 2005 στο Ρόδον. Θυμάσαι εκείνο το πέρασμα τους -πέντε κομμάτια όλα κι όλα-  από το πάρτι της Lifo το 2008, όταν ξεπήδησαν σαν λάμψη από τον ελάχιστο ζωτικό χώρο μίας (ακόμα) αδιόρατης τότε ρωγμής: 18-19 ώρες αργότερα, θα ερχόταν μέσω της σφαίρας που τρύπησε το νεαρό σώμα του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου η πρώτη πολιτική και κοινωνική τομή ύστερα από 30 χρόνια μεταπολιτευτικού λήθαργου.

Όμως όπως συνέβη το 2018 στα οικογενειακά γρασίδια του Νιάρχος, έτσι και τώρα το live των Στέρεο Νόβα δεν απέκτησε οντότητα και αυτόνομη αξία, αλλά ενσωματώθηκε στις ανάγκες ενός πολιτιστικού θεσμού: το setlist, οι γιγάντιοι τσιμεντόλιθοι που έκρυβαν τα πρόσωπά τους, η απουσία κάθε διάδρασης με όσους βρισκόμασταν από κάτω, ίσως πέντε χρόνια μετά το «Νιάρχος, 15 από τη lifo, 25 από τα «ντουζένια» της μπάντας ή ίσως και για πρώτη φορά, όλα μα όλα συνηγορούσαν ότι παρακολουθήσαμε μια performance. Το «Νέα Ζωή 705», το κομμάτι που ακόμα και σήμερα έχει θέση στο airplay των ραδιοφώνων, ακούστηκε νωρίς, πέρασε και δεν ακούμπησε. Θα έπρεπε να κλαίγαμε με το «Ταξίδι στη Γη», να έσπαγαν τα τσιμέντα από την κραυγή «Μάνααα» στο «Μικρό Αγόρι» και κάθε λέξη από το «Ταξίδι της Φάλαινας» να μετατρεπόταν σε ζωντανό μανιφέστο. Τίποτα από όλα αυτά δεν συνέβη. Μία φορά έβγαλαν τις μάσκες, λίγο πριν το encore, και φάνηκε πόσο διψούσαμε να συνδεθούμε μαζί τους, αλλά και τι ευκαιρία σπαταλήθηκε για να μας δείξουν το πιο καλό τους σημάδι στη διάρκεια των περίπου 70 λεπτών που προηγήθηκαν.

Σύμφωνοι, η Πολιτιστική Πρωτεύούσα είναθ ένας θεσμός που απλώνεται στο χρόνο, με μια ένταση που χτίζεται σταδιακά και η αποτίμηση γίνεται μετά από χρόνια. Όμως αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία και ήταν ατυχής.